Η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού και η ληστρική χρεομηχανή.
Το πιο κρίσιμο πεδίο στο οποίο υποτίθεται ότι η ΕΟΚ αρχικά και στη συνέχεια η Ε.Ε. θα μεταμόρφωναν θετικά την Ελλάδα ήταν η οικονομία. Σήμερα, μετά από 30 χρόνια διακηρύξεων, σχεδίων και υποσχέσεων, ζούμε στο πετσί μας την αλήθεια της χρεοκοπίας.
Το ότι φθάσαμε εδώ που φθάσαμε είναι άμεσα συνυφασμένο με την Ε.Ε. Γιατί η Ε.Ε. και το ευρώ αποτελούν τη βασική αιτία της αποδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού της χώρας καθώς και της ληστρικής εκμετάλλευσης του λαού μέσω της χρεομηχανής. Παραγωγική αποδιάρθρωση
Στην Ελλάδα μέχρι την ένταξη στην ΕΟΚ/Ε.Ε. είχε διαμορφωθεί μια ορισμένη παραγωγική δομή, κύρια μέσα από μια πολιτική παροχών στο μεγάλο κεφάλαιο και την έντονη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Στη δεκαετία του ’70 η Ελλάδα μπήκε, με σχετική καθυστέρηση, στην παγκόσμια κρίση. Η τότε διαμορφωμένη παραγωγική διάρθρωση είχε έντονο το στοιχείο της στρέβλωσης, καθώς ήταν αναιμικός ο τομέας της βαριάς βιομηχανίας και ειδικά ο κλάδος παραγωγής μέσων παραγωγής (μηχανές κ.λπ.). Ο αστισμός δεν επένδυε σε τέτοιους τομείς, που απαιτούσαν μεγάλα κεφάλαια, δεν ενδιαφέρθηκε για την καθετοποίηση της παραγωγής. Ακόμη και ο ορυκτός πλούτος της χώρας, σε μεγάλο βαθμό, εξαγόταν για επεξεργασία στο εξωτερικό και εισαγόταν στην Ελλάδα με την μορφή των τελικών προϊόντων. Το κράτος, επίσης, ποτέ δεν πήρε πρωτοβουλίες για να αλλάξει αυτήν τη στρεβλή κατάσταση. Αυτό είναι το λεγόμενο διαρθρωτικό πρόβλημα της οικονομίας της Ελλάδας. Βασικό χαρακτηριστικό ήταν οι πολύ αυξημένες εισαγωγές, το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, με τις εξαγωγές να καλύπτουν ένα μικρό μέρος των εισαγωγών (βλ. Πίνακα 2).
Με την είσοδο στην τότε ΕΟΚ η κατάσταση χειροτέρευσε, ενώ με την είσοδο στην περίοδο της ΟΝΕ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η χώρα οδηγήθηκε στην καταβαράθρωση του παραγωγικού της δυναμικού. Εύλογα -μέσα στην υπερβολή του- ο λαός πλέον διαπιστώνει ότι «δεν παράγουμε τίποτα».
Στα χρόνια της ευρωποποίησης ο αγροτικός τομέας συρρικνώθηκε δραματικά. Άλλαξε, αρχικά, ο προσανατολισμός του και από την κάλυψη της εσωτερικής αγοράς στράφηκε μονόπλευρα προς τα εξαγωγικά προϊόντα. Την ευφορία της πρώτης δεκαετίας, λόγω επιδοτήσεων και ανεβασμένων εισοδημάτων, διαδέχθηκε το αδιέξοδο, καθώς με την παγκοσμιοποίηση τα ελληνικά προϊόντα έγιναν πολύ ακριβά και έχαναν τη θέση τους στις αγορές. Ανθηρότατοι τομείς, όπως τα καπνά, εξαφανίστηκαν. Η Ελλάδα, ενώ θα μπορούσε να είναι αυτάρκης έγινε χώρα-εισαγωγέας πάσης φύσεως αγροτικών προϊόντων. Φακές από τον Καναδά, λεμόνια από την Αργεντινή, κρασιά από τη Νότια Αφρική, κρέατα από τη Βόρεια Ευρώπη. Ακόμη και τα σιτηρά πλέον εισάγονται, καθώς ο πάλαι ποτέ «σιτοβολώνας της Ελλάδας», ο θεσσαλικός κάμπος, στράφηκε λόγω των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων ολοκληρωτικά στο βαμβάκι και σήμερα βέβαια ρημάζει. Ζήσαμε το άκρον άωτο του παραλογισμού: μια ολόκληρη λίμνη, η Λίμνη Κάρλα στη Μαγνησία, να αποξηραίνεται για να βαμβακοκαλλιεργηθεί και σήμερα να δαπανώνται νέα μεγάλα κονδύλια για να ανασυσταθεί. Αυτός είναι ο ευρωπαϊκός ορθολογισμός.
Στην περίοδο της ευρωποποίησης η μεταποιητική βιομηχανία κυριολεκτικά ανατινάχθηκε. Τα αγροτικά εφόδια πλέον εισάγονται, έκλεισαν π.χ. τα εργοστάσια λιπασμάτων, αφού εξαγοράστηκαν πρώτα από ευρωπαϊκές πολυεθνικές. Η βιομηχανία ζάχαρης το ίδιο. Η καπνοβιομηχανία το ίδιο. Οι αγροτικές μηχανές το ίδιο - παλιότερα στην Ελλάδα συναρμολογούνταν τρακτέρ. Έκλεισε η κλωστοϋφαντουργία, καθώς κυριάρχησαν τα προϊόντα από τις χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, ενώ οι ντόπιοι βιομήχανοι μεταφέρθηκαν -με κρατική επιδότηση μάλιστα- στα Βαλκάνια. Έκλεισε και η παραγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού (ηλεκτρικές συσκευές, αυτοκίνητα, λεωφορεία), που μπορούσε να καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής αγοράς. Σχεδόν έκλεισαν και τα ναυπηγεία σε μια χώρα με τόσο αναγκαία την ακτοπλοΐα και με ένα τόσο μεγάλο εμπορικό στόλο. Ένα μεγάλο τμήμα του ορυκτού πλούτου συνεχίζει να εξάγεται ανεπεξέργαστο, όπως είναι π.χ. το χρωμιονικέλιο που η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη παραγωγός στην Ευρώπη και το οποίο αποτελεί τη βάση για τον ανοξείδωτο χάλυβα, ενώ θα μπορούσε με οικολογικές προδιαγραφές, αυτή η επεξεργασία να γίνεται εδώ.
Οι νέοι τομείς, οι νέες τεχνολογίες, πληροφορική, ηλεκτρονική, πάλι δεν αναπτύχθηκαν με σχέδιο και στηρίχθηκαν στις εισαγωγές. Πράγμα απαράδεκτο για μια χώρα που «εξάγει εγκεφάλους». Στον τομέα της έρευνας η χώρα παραμένει ουραγός στην Ε.Ε.
Στην περίοδο της ευρωποποίησης υπήρξε μεγάλη μεγέθυνση στον τομέα των υπηρεσιών. Αυτό κάνει ορισμένους να λένε πόσο αναπτυγμένη χώρα είναι η Ελλάδα, καθώς η στροφή στις υπηρεσίες είναι κεντρική τάση του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Όμως, η περίπτωση της Ελλάδας είναι «λίγο διαφορετική». Στην Ελλάδα έχουμε έναν εκσυγχρονισμένο μεταπρατισμό. Ο τομέας των υπηρεσιών μεγεθύνθηκε κυρίως λόγω του τουρισμού και του εμπορίου. Ένας τουρισμός που, καθώς ξεπερνά κάθε μέτρο, οδηγεί στην καταστροφή του βασικού πλεονεκτήματος της χώρας, δηλαδή του περιβάλλοντος. Ενώ το εμπόριο αντανακλά την παραγωγική υποβάθμιση και την άνοδο των εισαγωγών.
Αντίθετα, στον αναπτυγμένο καπιταλισμό ο κλάδος των υπηρεσιών αφορά κυρίως τη διαχείριση μιας παγκοσμιοποιημένης παραγωγής (π.χ. με τις πολυεθνικές να βγάζουν τα εργοστάσια τους από τις μητροπόλεις προς τον τρίτο κόσμο κ.λπ.).
Υπάρχει το ερώτημα αν για όλη αυτήν την υποβάθμιση της χώρας όντως ευθύνεται η ΕΟΚ και η Ε.Ε. Και ναι, όντως έτσι είναι τα πράγματα. Αλλού με σαφείς «οδηγίες» και πολιτικές -όπως στον αγροτικό τομέα ή στα ναυπηγεία- αλλού με έμμεσο τρόπο -πχ μέσω της επιλογής των τομέων που είχαν χρηματοδότηση και του αποκλεισμού άλλων- το ευρωπαϊκό διευθυντήριο καθόρισε την πορεία παραγωγικής αποδιάρθρωσης της Ελλάδας. Προκειμένου ακριβώς να ανοίξει πεδίο δράσης στις ευρωπαϊκές (κυρίως γερμανικές) πολυεθνικές. Λέγεται, από ορισμένους κύκλους της Αριστεράς, ότι η πορεία αυτή δεν επιβλήθηκε «απ’ έξω» αλλά ήταν επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου. Ο ισχυρισμός αυτός καταρρέει αμέσως, ως προς το σκέλος της τάχα μη επιβολής «απ’ έξω», αρκεί μόνο να αναλογιστούμε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Η χρηματοδότησή του προέρχεται αποκλειστικά από την Ε.Ε. Παράλληλα, δεν υπάρχει ελληνική επένδυση, κυριολεκτικά ούτε μία, που να μη στηρίζεται στην κρατική επιδότηση από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Πρακτικά, δηλαδή, όλο το σχέδιο της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας ελέγχεται απολύτως από την Ε.Ε. Το τι θα υπάρξει ως παραγωγή και ως οικονομία στη χώρα καθορίστηκε και καθορίζεται στις Βρυξέλλες.
Το εμπορικό έλλειμμα
Ο Πίνακας 2 δείχνει τη διαχρονική εξέλιξη στο ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών από εξαγωγές που, ουσιαστικά, απηχεί το παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Ο δείκτης αυτός είχε έντονη αυξητική πορεία μεταπολεμικά και μέχρι το 1980, παρά το ότι, όπως προαναφέρθηκε, υπήρχε σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα στην οικονομία. Εκεί παρατηρείται μια κάμψη στο ρυθμό αύξησης του δείκτη, παραμένει δηλαδή σχετικά στάσιμη στη δεκαετία του ’80 η σχέση εξαγωγών με εισαγωγές. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 αρχίζει η χειροτέρευση. Μπαίνοντας στην περίοδο της ΟΝΕ, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 συντελείται η κατάρρευση. Με γοργούς ρυθμούς προχωρά η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού. Επιστροφή στη δεκαετία του ’60, εν μέσω αστικών διθυράμβων για «ισχυρή Ελλάδα του ευρώ».
Έχει σημασία να παρατηρήσουμε ότι ανάλογη πορεία με το εμπορικό έλλειμμα παρουσιάζει και το δημόσιο χρέος. Στον Πίνακα 1 βλέπουμε ότι το δημόσιο χρέος «ξεφεύγει» στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 παγιώνεται σε επίπεδα άνω του 100% του ΑΕΠ, από τα οποία ποτέ δεν θα αποκλιμακωθεί. Κι αυτό, παρά το ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, ξεπουλιέται ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας περιουσίας. Το Ελληνικό Δημόσιο πουλάει, ιδιωτικοποιεί, για να έρθουν είτε αμέσως είτε στη συνέχεια οι πολυεθνικές, κυρίως οι ευρωπαϊκές, να αγοράσουν σε χαμηλή τιμή, κερδοφόρες δραστηριότητες και να μονοπωλήσουν τους πιο κρίσιμους κλάδους της οικονομίας.
Συμπερασματικά, παραγωγική αποδιάρθρωση, χρέωση, διείσδυση του ξένου κεφαλαίου και ένταση της εξάρτησης της χώρας είναι συμπληρωματικές διαδικασίες.
Για να έχουμε μια εικόνα της εκρηκτικής σημασίας του εμπορικού ελλείμματος ας ανατρέξουμε στον Πίνακα 3. Εκεί βλέπουμε ότι στα χρόνια του ευρώ, από το 1999 μέχρι το 2008, το εμπορικό έλλειμμα με την Ε.Ε. ήταν σωρευτικά περί τα 167 δισ. ευρώ (στήλη 5), ενώ ακόμη και αν λάβουμε υπ’ όψιν τον τουρισμό και τις υπηρεσίες, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν σωρευτικά περί τα 140 δισ. ευρώ (στήλη 10). Στο ίδιο διάστημα το δημόσιο χρέος αυξήθηκε περίπου κατά 145 δισ. ευρώ. Δηλαδή, η εκτίναξη του συσσωρευόμενου εμπορικού ελλείμματος ήταν πολύ μεγαλύτερη από ο δημόσιο χρέος. Ποιος, λοιπόν, άνθρωπος με απλή λογική, δεν μπορεί να αντιληφθεί την κρισιμότητα του εμπορικού ελλείμματος; Κι όμως, σε αυτήν την κοντόθωρη αντίληψη υποτίμησης της σημασίας της παραγωγικής αποδιάρθρωσης της χώρας επιμένουν ορισμένοι απολογητές του «αριστερού ευρωπαϊσμού», που αδιαφορούν για τον ευρωπαϊκό καταναγκασμό, που επιβάλλεται στη χώρα και πρόθυμα υλοποιούν οι κυβερνήσεις και οι αστικές πτέρυγες.
Η ροή των πόρων
Ο Πίνακας 3 αποδεικνύει το πόσο μεγάλο ψέμα είναι το κεντρικό επιχείρημα της αστικής και ευρωπαϊστικής προπαγάνδας: «Η Ε.Ε. μας δίνει λεφτά», «ζούμε χάρη στα λεφτά της Ε.Ε.». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το σύνολο των χρημάτων που δόθηκαν στην Ελλάδα από την Ε.Ε., ως επιχορηγήσεις, ήταν συνολικά 40 δισ. στα χρόνια από το 1999 έως το 2008 (στήλη 7). Ναι, αλλά στο ίδιο διάστημα είχαμε εισαγωγές από την Ε.Ε. 239 δισ. ευρώ (στήλη 3). Τι έκανε λοιπόν το ευρω-διευθυντήριο; Απλά επιδότησε τις εξαγωγές του στην Ελλάδα, δίνοντας ως δώρο ένα 17% της αξίας των εξαγωγών (στήλη 8) -μια συνηθισμένη επιχειρηματική πρακτική.
Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι η πραγματική ροή των πόρων δεν είναι από την Ε.Ε. στην Ελλάδα, αλλά αντίθετα από την Ελλάδα στην Ε.Ε. Όχι μόνο δεν ισχύει το ότι «ζούμε από τα λεφτά της Ε.Ε.», όχι μόνο είναι τεράστιο ψέμα, αλλά αν υπήρχε μια πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών με ντόπια παραγωγή, αν υπήρχε μια πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, αυτή θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα - φυσικά στις τωρινές συνθήκες και μετά από ένα πρώτο δύσκολο διάστημα. Μια τέτοια πολιτική είναι αδύνατο να έρθει από τις αστικές πτέρυγες, που είναι απολύτως δέσμιες του ευρωπαϊσμού. Μια πολιτική ανασυγκρότησης μπορεί να επιβληθεί μόνο από το «νικητή» λαό, μετά από το γκρέμισμα της σημερινής κατάστασης και μια ριζική ανατροπή του συσχετισμού δύναμης.
Η χρεομηχανή
Η περίοδος του ευρώ ήταν καταλυτική για να στηθεί στην Ελλάδα η χρεομηχανή. Δανειζόμαστε για να πληρώσουμε τους τόκους των παλιών δανείων και τα δάνεια συνεχώς αυξάνουν. Ξεπουλάμε δημόσια περιουσία για να πληρώσουμε δάνεια. Τεράστια και άκοπα κέρδη για τους δανειστές. Για να δουλέψει η χρεομηχανή επιβλήθηκε με την ΟΝΕ μια καθοριστικής σημασίας ρύθμιση: Το Δημόσιο απαγορεύεται να δανείζεται απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αντίθετα, η ΕΚΤ επιτρέπεται να δανείζει τις εμπορικές τράπεζες. Έτσι, οι εμπορικές τράπεζες δανειζόντουσαν με χαμηλά επιτόκια της τάξης του 1-2% και δάνειζαν το Ελληνικό Δημόσιο με ληστρικά επιτόκια της τάξης του 5-6%.
Ο Πίνακας 4 είναι αποκαλυπτικός. Από τη στήλη Τόκοι / Χρέος αντιλαμβανόμαστε σε ποιο ύψος είχαν φτάσει τα πραγματικά επιτόκια που πλήρωνε η χώρα. Παράλληλα, συγκρίνοντας τους τόκους που πλήρωνε η χώρα με το έλλειμμα βλέπουμε ότι αυτό οφείλεται κυρίως στους τόκους. Το σωρευτικό έλλειμμα στην περίοδο 2000 με 2008 -δηλαδή μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης- ήταν 85 δισ. ευρώ, όταν οι τόκοι που πληρώθηκαν στην ίδια περίοδο ήταν 89,5 δισ. ευρώ. Μάλιστα, στις πρώτες χρονιές, αν δεν υπήρχαν αυτά τα ληστρικά επιτόκια, η χώρα θα είχε πλεόνασμα. Ναι, αυτό που ψάχνουν τώρα οι τροϊκανοί, αυτό τότε υπήρχε. Και κατασπαταλήθηκε μέσα από τη χρεομηχανή. Παρά τα όσα είχαν γίνει στο παρελθόν επί δεκαετίες, ακόμη και τότε στις αρχές του 2000 υπήρχε η αντικειμενική, η υλική δυνατότητα να ακολουθήσει η Ελλάδα μια διαφορετική πορεία. Ακολούθησε όμως την πορεία που συνέφερε το χρηματιστικό κεφάλαιο και που οδήγησε στο τωρινό αδιέξοδο.
Αν κάναμε την υπόθεση ότι αντί γι’ αυτά τα επιτόκια πληρωνόταν ένα επιτόκιο σαν αυτό που δανειζόντουσαν οι εμπορικές τράπεζες από την ΕΚΤ, κάτι σαν 1,5% κατά μέσον όρο, τότε -και μόνο από αυτήν την παραδοχή- προκύπτουν θεαματικά αποτελέσματα. Όχι μόνο οι τόκοι θα ήταν πολύ λιγότεροι, δηλαδή τα άμεσα κέρδη των δανειστών πολύ λιγότερα, αλλά και το δημόσιο χρέος στο τέλος του 2009 θα ήταν στα 218 δισ. ευρώ αντί για τα 298 δισ. ευρώ. Δηλαδή η κατάσταση θα ήταν διαχειρίσιμη. Κι αυτό χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν την επιπλέον θετική δυναμική που θα μπορούσε να προκύψει από τα πλεονάσματα που θα υπήρχαν στα χρόνια 2000 -2003. Βέβαια, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, πρόκειται απλά για ένα σενάριο, που δείχνει όμως πώς κυριολεκτικά η χώρα παραδόθηκε στη χρεομηχανή και τους δανειστές, στο ΔΝΤ και την τρόικα. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι αν εφαρμοζόταν μια άλλη πολιτική, έστω από το 2000, με ριζική αναδιαπραγμάτευση και διαγραφή χρέους, η χώρα και ο λαός θα ήταν σε εντελώς διαφορετική θέση. Ιδιαίτερης σημασίας πολιτικό συμπέρασμα για το τι πρέπει και μπορεί να γίνει σήμερα.
Οι θεμελιώδεις αντιθέσεις και η συνωμοσία των πολιτικών ελίτ. Του Κώστα Μελά
Η πορεία του ενιαίου νομίσματος ήταν υποθηκευμένη από την ημέρα της γέννησής του. Αρκετοί εκ των οικονομολόγων που συλλογίζονται με βάση τα πορίσματα της οικονομικής θεωρίας που αναφέρονται στις «Άριστες Νομισματικές Περιοχές» είχαν υποδείξει τις υπάρχουσες ασυμμετρίες των εθνικών οικονομιών των χωρών που θα αποτελούσαν, δυνητικά, μέλη της ζώνης του ευρώ. Παρά τις εκφρασθείσες αντιρρήσεις οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Ε.Ε. προχώρησαν στη δημιουργία του ευρώ με βάση μια αρχιτεκτονική σύλληψη που όχι μόνο δεν έλαβε υπ’ όψιν τα παραπάνω, αλλά αντιθέτως τα αγνόησε χαρακτηριστικά. Ασκήθηκε ως εκ τούτου μια οικονομική πολιτική που κυρίως αποσκοπούσε στην ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς και της σύνδεσής της με το παγκόσμιο εμπόριο, μέσω όμως της απομάκρυνσης του κοινού νομίσματος από την πολιτική διαχείριση που θα έπρεπε να λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν τις ανάγκες των εγχώριων οικονομιών, σχετικά με την πλήρη απασχόληση και την αύξηση της ευημερίας των Ευρωπαίων πολιτών. Η ανάγκη σύγκλισης των οικονομιών δεν εξυπηρετήθηκε με το υιοθετηθέν σχέδιο, δεδομένου ότι η αλλαγή του υπάρχοντος καταμερισμού εργασίας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης δεν τέθηκε ποτέ ουσιαστικά στο τραπέζι των συζητήσεων, ώστε να λάβει τη μορφή ενός στέρεου και συνεκτικού σχεδίου, αλλά αφέθηκε να επιτευχθεί μέσω των αγοραίων δυνάμεων με τους γνωστούς επιπλέον περιορισμούς.
Με απλά λόγια, το συνολικό αποτέλεσμα θα έπρεπε να είναι το άθροισμα των επιμέρους διαφορετικής δυναμικότητας οικονομιών. Κάτι που θυμίζει την αντίληψη ότι η κοινωνία δεν είναι τίποτα περισσότερο από το απλό άθροισμα των ατόμων που την αποτελούν. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις οι χώρες εξελίχθησαν σε στενά συνδεδεμένες μονάδες που τις διέβρωναν ισχυρές διαλυτικές πιέσεις. Άμεση αιτία της εξέλιξης αυτής ήταν η «εξασθένηση της αυτορρύθμισης της οικονομίας της αγοράς» με την πρώτη εμφάνιση της οικονομικής κρίσης που η ίδια γέννησε. Επειδή οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, άλλη περισσότερο άλλη λιγότερο, έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να συμμορφώνονται με τις ανάγκες του μηχανισμού της «αυτορρυθμιζόμενης αγοράς» οι δυσλειτουργίες του μηχανισμού αυτού ασκούν τρομακτικές και συσσωρευτικές πιέσεις στα κοινωνικά σώματα. Εφ’ όσον η λειτουργία των αγορών απειλεί με αφανισμό τις κοινωνίες, η αυτοσυντήρηση της κοινότητας επιδιώκει να αποτρέψει την εδραίωσή τους ή, αν αυτή είχε συντελεσθεί, να επέμβει στην ελεύθερη λειτουργίας τους.
Αντιθέσεις και «κοινό πεπρωμένο»
Παράλληλα, δημιουργήθηκε ένα θεσμικό πλαίσιο και κυρίως δόθηκε, στο συμβολικό επίπεδο, έντονα η εντύπωση και δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που όποιος ανέβαινε στο «τρένο του ευρώ» υποτίθεται ότι έκλεινε πίσω του ερμητικά την πόρτα και πετούσε μακριά το κλειδί, αφού όπως αναφερόταν επιβιβαζόταν με εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Η ιδέα, εξάλλου, από την αρχή, όπως ανέφεραν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, ήταν η δημιουργία μιας νομισματικής ένωσης με απεριόριστη διάρκεια.
Οι Γερμανοί, μάλιστα, είχαν και μια έκφραση γι’ αυτό: «Κοινό πεπρωμένο» (Schicksalsgemeinschaft), για να περάσουν την ιδέα ότι η δημιουργία του ευρώ δεν είναι κάτι που μπορεί εύκολα να γίνει κομμάτια. Σήμερα, ωστόσο, οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι έτοιμοι να δεχτούν αυτό που μέχρι χθες θεωρείτο αδιανόητο.
Για πολλούς, μάλιστα, η Ελλάδα έχει ήδη αποκτήσει ένα νέο κλειδί, με το οποίο μπορεί να ανοίξει την πόρτα της εξόδου. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι θα είναι πολύ δύσκολο να απομονωθεί η Ελλάδα. Εάν μπορεί μια χώρα να φύγει από την Ευρωζώνη, τότε γιατί όχι δυο ή τρεις ή και οι 17 μαζί;
Η μέχρι σήμερα πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πραγματοποιήθηκε χωρίς ποτέ να αντιμετωπισθούν οι θεμελιώδεις αντιθέσεις (όπως αναφέρθησαν παραπάνω) στο εσωτερικό της Ε.Ε. Θεμελιώδεις και πάγιες αντιθέσεις, όχι απλές αποκλίσεις θέσεων, ποικιλία απόψεων ή έστω ιδεολογικές συγκρούσεις. Τις αντιθέσεις αυτές οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ με την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη διαδικασία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν θέλησαν να αντιμετωπίσουν. Παραμερίστηκαν με επιμέλεια, κρύφτηκαν κάτω από το χαλί. Η προώθηση της ολοκλήρωσης ουσιαστικά στηρίχθηκε σε «μη-λύση» των βασικών προβλημάτων. Αυτή η λογική της ολοκλήρωσης ήταν απολύτως σύμφωνη με τη «μέθοδο Μονέ» η οποία στηρίζεται ως γνωστό, στην αλληλουχία κρίσεων. Με τα ίδια τα λόγια του Μονέ: «Η Ευρώπη θα συντίθεται μέσω κρίσεων και δεν θα είναι παρά το άθροισμα των λύσεων που η ίδια θα φέρει στις λύσεις αυτές». Η κρίση αποτέλεσε πάντοτε ανάγκη γιατί μόνο έτσι η λύση, ο τελικός συμβιβασμός επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς, διευρύνοντας το φάσμα των τομέων τής από κοινού δράσης, βαθαίνοντας την ολοκλήρωση. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υπήρξε προϊόν μιας συνωμοσίας των πολιτικών ελίτ.
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αντελήφθησαν εγκαίρως ότι η επέκταση της ενοποίησης σε χώρους που παράγουν σύγκρουση και όχι συναίνεση, εκεί δηλαδή όπου διακυβεύεται η ίδια η αυτονομία των κρατών, όπως στους χώρους της «υψηλής πολιτικής» θα υπονόμευε την επιχειρησιακή ικανότητα της υπερεθνικής μεθόδου να ορίσει το κοινό συμφέρον και να το αναδείξει μέσα από συντονισμένες μορφές συλλογικής δράσης.
Όμως, ανεξάρτητα από τον τρόπο που πολιτεύθηκαν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, εμείς οι πολίτες της Ελλάδος, τι θέλουμε για την Ευρώπη σε σχέση με το ευρώ; Επιθυμούμε την κατάρρευση του ευρώ; Επιθυμούμε να διαλυθεί μέσω πολυμερούς συμφωνίας; Επιθυμούμε να διαλυθεί και η Ε.Ε.; Επιθυμούμε απλά να αποχωρήσουμε μονομερώς αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα στη Γηραιά Ήπειρο με ένα ανασήκωμα του ώμου; Επιθυμούμε να αλλάξει η συγκρότηση της Ε.Ε.;
Όπως γίνεται κατανοητό, η συζήτηση δεν έχει καν ανοίξει και ούτε καλύπτεται από την όποια απάντηση μέσα ή έξω από το ευρώ το οποίο επιχειρείται να αναχθεί σε πρωτεύον ζήτημα των σχέσεών μας με την Ευρώπη και με ό,τι αυτή συμβολίζει στο συλλογικό φαντασιακό μας.
Πιθανά ενδεχόμενα
Στο πλαίσιο αυτού του άρθρου, αντί να πω απερίφραστα την άποψή μου για το παραπάνω ζήτημα, που περισσότερο αποτελεί μια άποψη δεοντολογική και άρα μια άποψη με χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, θα προσπαθήσω να περιγράψω, όσο μου επιτρέπεται να το κάνω αυτή τη στιγμή, πώς διαμορφώνονται τα γεγονότα.
Ας κάνουμε μια πρώτη υπόθεση εργασίας και ας υποθέσουμε ότι καταργείται το ευρώ με την πιο ανώδυνη λύση, την πολυμερή συμφωνία.
Η κατάργηση του κοινού νομίσματος πιθανόν θα οδηγήσει στη διάρρηξη της γαλλο-γερμανικής συμμαχίας, καθώς το Βερολίνο φαίνεται ότι λόγω της σημερινής διαμορφωθείσας κατάστασης και της ενίσχυσης της θέσης της στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας δεν θα δεχθεί ξανά να δέσει νομισματικά τη γερμανική οικονομία με ελλειμματικές οικονομίες. Η Γαλλία θα βρεθεί, λοιπόν, απέναντι στη Γερμανία.
Το τέλος του γαλλο-γερμανικού άξονα θα σημάνει, ουσιαστικά, το τέλος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, καθώς η Γερμανία θα στραφεί προς τις υπόλοιπες πλεονασματικές χώρες (Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία) και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης των οποίων οι οικονομίες έχουν δεθεί στο άρμα της Γερμανικής βιομηχανίας (Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία, Εσθονία). Το πώς θα εξελιχθεί η αξία του νέου νομίσματος και πώς θα επιδράσει στην ανάπτυξη των χωρών που θα την αποτελούν, επίσης δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα διαφόρων αναλυτών (τρομακτική υπερτίμηση και απώλεια ανταγωνιστικότητας).
Η Γαλλία θα στραφεί προς τις χώρες του Νότου. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι θα είναι αναγκασμένη να προβεί σε μια νέα λατινική νομισματική ένωση με την Ιταλία και την Ισπανία. Προσωπικά δεν το θεωρώ καθόλου πιθανό.
Τα νομίσματα των λοιπών χωρών (όπως η Ελλάδα) που μπορεί να μείνουν εκτός των νέων κοινών νομισμάτων, θα υποτιμάται συνεχώς με αποτέλεσμα από τη μία μεριά να σταθεροποιηθεί η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών αυτών (σε σχέση με τους υπόλοιπους εμπορικούς εταίρους και κυρίως την Γερμανία) αλλά με κόστος τον μεγάλο πληθωρισμό που θα συνδυάζεται με πεισματικά υψηλά επίπεδα ανεργίας.
Με απλά λόγια, η Ευρώπη θα μπει σε πολιτικές και οικονομικές περιπέτειες που πιθανόν θα κάνουν την παρούσα κατάσταση που βιώνει σήμερα η Ευρώπη περισσότερο αποδεκτή. Βασικά της χαρακτηριστικά θα είναι ένας γερμανικός ζωτικός χώρος που θα βρεθεί σε δυσκολίες συνέχισης της απρόσκοπτης μεγέθυνσής της μέσω των εξαγωγών και της συσσώρευσης πλεονασμάτων, ενώ ο Νότος θα πλήττεται από ανεργία και πληθωρισμό. Παράλληλα, όλα τα παραπάνω θα έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, ο θάνατος του ευρώ θα σπρώξει στην οικουμένη σε μια βαθιά παγκόσμια ύφεση.
* Ο Κώστας Μελάς είναι πανεπιστημιακός.
Το πιο κρίσιμο πεδίο στο οποίο υποτίθεται ότι η ΕΟΚ αρχικά και στη συνέχεια η Ε.Ε. θα μεταμόρφωναν θετικά την Ελλάδα ήταν η οικονομία. Σήμερα, μετά από 30 χρόνια διακηρύξεων, σχεδίων και υποσχέσεων, ζούμε στο πετσί μας την αλήθεια της χρεοκοπίας.
Το ότι φθάσαμε εδώ που φθάσαμε είναι άμεσα συνυφασμένο με την Ε.Ε. Γιατί η Ε.Ε. και το ευρώ αποτελούν τη βασική αιτία της αποδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού της χώρας καθώς και της ληστρικής εκμετάλλευσης του λαού μέσω της χρεομηχανής. Παραγωγική αποδιάρθρωση
Στην Ελλάδα μέχρι την ένταξη στην ΕΟΚ/Ε.Ε. είχε διαμορφωθεί μια ορισμένη παραγωγική δομή, κύρια μέσα από μια πολιτική παροχών στο μεγάλο κεφάλαιο και την έντονη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Στη δεκαετία του ’70 η Ελλάδα μπήκε, με σχετική καθυστέρηση, στην παγκόσμια κρίση. Η τότε διαμορφωμένη παραγωγική διάρθρωση είχε έντονο το στοιχείο της στρέβλωσης, καθώς ήταν αναιμικός ο τομέας της βαριάς βιομηχανίας και ειδικά ο κλάδος παραγωγής μέσων παραγωγής (μηχανές κ.λπ.). Ο αστισμός δεν επένδυε σε τέτοιους τομείς, που απαιτούσαν μεγάλα κεφάλαια, δεν ενδιαφέρθηκε για την καθετοποίηση της παραγωγής. Ακόμη και ο ορυκτός πλούτος της χώρας, σε μεγάλο βαθμό, εξαγόταν για επεξεργασία στο εξωτερικό και εισαγόταν στην Ελλάδα με την μορφή των τελικών προϊόντων. Το κράτος, επίσης, ποτέ δεν πήρε πρωτοβουλίες για να αλλάξει αυτήν τη στρεβλή κατάσταση. Αυτό είναι το λεγόμενο διαρθρωτικό πρόβλημα της οικονομίας της Ελλάδας. Βασικό χαρακτηριστικό ήταν οι πολύ αυξημένες εισαγωγές, το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, με τις εξαγωγές να καλύπτουν ένα μικρό μέρος των εισαγωγών (βλ. Πίνακα 2).
Με την είσοδο στην τότε ΕΟΚ η κατάσταση χειροτέρευσε, ενώ με την είσοδο στην περίοδο της ΟΝΕ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η χώρα οδηγήθηκε στην καταβαράθρωση του παραγωγικού της δυναμικού. Εύλογα -μέσα στην υπερβολή του- ο λαός πλέον διαπιστώνει ότι «δεν παράγουμε τίποτα».
Στα χρόνια της ευρωποποίησης ο αγροτικός τομέας συρρικνώθηκε δραματικά. Άλλαξε, αρχικά, ο προσανατολισμός του και από την κάλυψη της εσωτερικής αγοράς στράφηκε μονόπλευρα προς τα εξαγωγικά προϊόντα. Την ευφορία της πρώτης δεκαετίας, λόγω επιδοτήσεων και ανεβασμένων εισοδημάτων, διαδέχθηκε το αδιέξοδο, καθώς με την παγκοσμιοποίηση τα ελληνικά προϊόντα έγιναν πολύ ακριβά και έχαναν τη θέση τους στις αγορές. Ανθηρότατοι τομείς, όπως τα καπνά, εξαφανίστηκαν. Η Ελλάδα, ενώ θα μπορούσε να είναι αυτάρκης έγινε χώρα-εισαγωγέας πάσης φύσεως αγροτικών προϊόντων. Φακές από τον Καναδά, λεμόνια από την Αργεντινή, κρασιά από τη Νότια Αφρική, κρέατα από τη Βόρεια Ευρώπη. Ακόμη και τα σιτηρά πλέον εισάγονται, καθώς ο πάλαι ποτέ «σιτοβολώνας της Ελλάδας», ο θεσσαλικός κάμπος, στράφηκε λόγω των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων ολοκληρωτικά στο βαμβάκι και σήμερα βέβαια ρημάζει. Ζήσαμε το άκρον άωτο του παραλογισμού: μια ολόκληρη λίμνη, η Λίμνη Κάρλα στη Μαγνησία, να αποξηραίνεται για να βαμβακοκαλλιεργηθεί και σήμερα να δαπανώνται νέα μεγάλα κονδύλια για να ανασυσταθεί. Αυτός είναι ο ευρωπαϊκός ορθολογισμός.
Στην περίοδο της ευρωποποίησης η μεταποιητική βιομηχανία κυριολεκτικά ανατινάχθηκε. Τα αγροτικά εφόδια πλέον εισάγονται, έκλεισαν π.χ. τα εργοστάσια λιπασμάτων, αφού εξαγοράστηκαν πρώτα από ευρωπαϊκές πολυεθνικές. Η βιομηχανία ζάχαρης το ίδιο. Η καπνοβιομηχανία το ίδιο. Οι αγροτικές μηχανές το ίδιο - παλιότερα στην Ελλάδα συναρμολογούνταν τρακτέρ. Έκλεισε η κλωστοϋφαντουργία, καθώς κυριάρχησαν τα προϊόντα από τις χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, ενώ οι ντόπιοι βιομήχανοι μεταφέρθηκαν -με κρατική επιδότηση μάλιστα- στα Βαλκάνια. Έκλεισε και η παραγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού (ηλεκτρικές συσκευές, αυτοκίνητα, λεωφορεία), που μπορούσε να καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής αγοράς. Σχεδόν έκλεισαν και τα ναυπηγεία σε μια χώρα με τόσο αναγκαία την ακτοπλοΐα και με ένα τόσο μεγάλο εμπορικό στόλο. Ένα μεγάλο τμήμα του ορυκτού πλούτου συνεχίζει να εξάγεται ανεπεξέργαστο, όπως είναι π.χ. το χρωμιονικέλιο που η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη παραγωγός στην Ευρώπη και το οποίο αποτελεί τη βάση για τον ανοξείδωτο χάλυβα, ενώ θα μπορούσε με οικολογικές προδιαγραφές, αυτή η επεξεργασία να γίνεται εδώ.
Οι νέοι τομείς, οι νέες τεχνολογίες, πληροφορική, ηλεκτρονική, πάλι δεν αναπτύχθηκαν με σχέδιο και στηρίχθηκαν στις εισαγωγές. Πράγμα απαράδεκτο για μια χώρα που «εξάγει εγκεφάλους». Στον τομέα της έρευνας η χώρα παραμένει ουραγός στην Ε.Ε.
Στην περίοδο της ευρωποποίησης υπήρξε μεγάλη μεγέθυνση στον τομέα των υπηρεσιών. Αυτό κάνει ορισμένους να λένε πόσο αναπτυγμένη χώρα είναι η Ελλάδα, καθώς η στροφή στις υπηρεσίες είναι κεντρική τάση του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Όμως, η περίπτωση της Ελλάδας είναι «λίγο διαφορετική». Στην Ελλάδα έχουμε έναν εκσυγχρονισμένο μεταπρατισμό. Ο τομέας των υπηρεσιών μεγεθύνθηκε κυρίως λόγω του τουρισμού και του εμπορίου. Ένας τουρισμός που, καθώς ξεπερνά κάθε μέτρο, οδηγεί στην καταστροφή του βασικού πλεονεκτήματος της χώρας, δηλαδή του περιβάλλοντος. Ενώ το εμπόριο αντανακλά την παραγωγική υποβάθμιση και την άνοδο των εισαγωγών.
Αντίθετα, στον αναπτυγμένο καπιταλισμό ο κλάδος των υπηρεσιών αφορά κυρίως τη διαχείριση μιας παγκοσμιοποιημένης παραγωγής (π.χ. με τις πολυεθνικές να βγάζουν τα εργοστάσια τους από τις μητροπόλεις προς τον τρίτο κόσμο κ.λπ.).
Υπάρχει το ερώτημα αν για όλη αυτήν την υποβάθμιση της χώρας όντως ευθύνεται η ΕΟΚ και η Ε.Ε. Και ναι, όντως έτσι είναι τα πράγματα. Αλλού με σαφείς «οδηγίες» και πολιτικές -όπως στον αγροτικό τομέα ή στα ναυπηγεία- αλλού με έμμεσο τρόπο -πχ μέσω της επιλογής των τομέων που είχαν χρηματοδότηση και του αποκλεισμού άλλων- το ευρωπαϊκό διευθυντήριο καθόρισε την πορεία παραγωγικής αποδιάρθρωσης της Ελλάδας. Προκειμένου ακριβώς να ανοίξει πεδίο δράσης στις ευρωπαϊκές (κυρίως γερμανικές) πολυεθνικές. Λέγεται, από ορισμένους κύκλους της Αριστεράς, ότι η πορεία αυτή δεν επιβλήθηκε «απ’ έξω» αλλά ήταν επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου. Ο ισχυρισμός αυτός καταρρέει αμέσως, ως προς το σκέλος της τάχα μη επιβολής «απ’ έξω», αρκεί μόνο να αναλογιστούμε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Η χρηματοδότησή του προέρχεται αποκλειστικά από την Ε.Ε. Παράλληλα, δεν υπάρχει ελληνική επένδυση, κυριολεκτικά ούτε μία, που να μη στηρίζεται στην κρατική επιδότηση από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Πρακτικά, δηλαδή, όλο το σχέδιο της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας ελέγχεται απολύτως από την Ε.Ε. Το τι θα υπάρξει ως παραγωγή και ως οικονομία στη χώρα καθορίστηκε και καθορίζεται στις Βρυξέλλες.
Το εμπορικό έλλειμμα
Ο Πίνακας 2 δείχνει τη διαχρονική εξέλιξη στο ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών από εξαγωγές που, ουσιαστικά, απηχεί το παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Ο δείκτης αυτός είχε έντονη αυξητική πορεία μεταπολεμικά και μέχρι το 1980, παρά το ότι, όπως προαναφέρθηκε, υπήρχε σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα στην οικονομία. Εκεί παρατηρείται μια κάμψη στο ρυθμό αύξησης του δείκτη, παραμένει δηλαδή σχετικά στάσιμη στη δεκαετία του ’80 η σχέση εξαγωγών με εισαγωγές. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 αρχίζει η χειροτέρευση. Μπαίνοντας στην περίοδο της ΟΝΕ, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 συντελείται η κατάρρευση. Με γοργούς ρυθμούς προχωρά η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού. Επιστροφή στη δεκαετία του ’60, εν μέσω αστικών διθυράμβων για «ισχυρή Ελλάδα του ευρώ».
Έχει σημασία να παρατηρήσουμε ότι ανάλογη πορεία με το εμπορικό έλλειμμα παρουσιάζει και το δημόσιο χρέος. Στον Πίνακα 1 βλέπουμε ότι το δημόσιο χρέος «ξεφεύγει» στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 παγιώνεται σε επίπεδα άνω του 100% του ΑΕΠ, από τα οποία ποτέ δεν θα αποκλιμακωθεί. Κι αυτό, παρά το ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, ξεπουλιέται ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας περιουσίας. Το Ελληνικό Δημόσιο πουλάει, ιδιωτικοποιεί, για να έρθουν είτε αμέσως είτε στη συνέχεια οι πολυεθνικές, κυρίως οι ευρωπαϊκές, να αγοράσουν σε χαμηλή τιμή, κερδοφόρες δραστηριότητες και να μονοπωλήσουν τους πιο κρίσιμους κλάδους της οικονομίας.
Συμπερασματικά, παραγωγική αποδιάρθρωση, χρέωση, διείσδυση του ξένου κεφαλαίου και ένταση της εξάρτησης της χώρας είναι συμπληρωματικές διαδικασίες.
Για να έχουμε μια εικόνα της εκρηκτικής σημασίας του εμπορικού ελλείμματος ας ανατρέξουμε στον Πίνακα 3. Εκεί βλέπουμε ότι στα χρόνια του ευρώ, από το 1999 μέχρι το 2008, το εμπορικό έλλειμμα με την Ε.Ε. ήταν σωρευτικά περί τα 167 δισ. ευρώ (στήλη 5), ενώ ακόμη και αν λάβουμε υπ’ όψιν τον τουρισμό και τις υπηρεσίες, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν σωρευτικά περί τα 140 δισ. ευρώ (στήλη 10). Στο ίδιο διάστημα το δημόσιο χρέος αυξήθηκε περίπου κατά 145 δισ. ευρώ. Δηλαδή, η εκτίναξη του συσσωρευόμενου εμπορικού ελλείμματος ήταν πολύ μεγαλύτερη από ο δημόσιο χρέος. Ποιος, λοιπόν, άνθρωπος με απλή λογική, δεν μπορεί να αντιληφθεί την κρισιμότητα του εμπορικού ελλείμματος; Κι όμως, σε αυτήν την κοντόθωρη αντίληψη υποτίμησης της σημασίας της παραγωγικής αποδιάρθρωσης της χώρας επιμένουν ορισμένοι απολογητές του «αριστερού ευρωπαϊσμού», που αδιαφορούν για τον ευρωπαϊκό καταναγκασμό, που επιβάλλεται στη χώρα και πρόθυμα υλοποιούν οι κυβερνήσεις και οι αστικές πτέρυγες.
Η ροή των πόρων
Ο Πίνακας 3 αποδεικνύει το πόσο μεγάλο ψέμα είναι το κεντρικό επιχείρημα της αστικής και ευρωπαϊστικής προπαγάνδας: «Η Ε.Ε. μας δίνει λεφτά», «ζούμε χάρη στα λεφτά της Ε.Ε.». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το σύνολο των χρημάτων που δόθηκαν στην Ελλάδα από την Ε.Ε., ως επιχορηγήσεις, ήταν συνολικά 40 δισ. στα χρόνια από το 1999 έως το 2008 (στήλη 7). Ναι, αλλά στο ίδιο διάστημα είχαμε εισαγωγές από την Ε.Ε. 239 δισ. ευρώ (στήλη 3). Τι έκανε λοιπόν το ευρω-διευθυντήριο; Απλά επιδότησε τις εξαγωγές του στην Ελλάδα, δίνοντας ως δώρο ένα 17% της αξίας των εξαγωγών (στήλη 8) -μια συνηθισμένη επιχειρηματική πρακτική.
Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι η πραγματική ροή των πόρων δεν είναι από την Ε.Ε. στην Ελλάδα, αλλά αντίθετα από την Ελλάδα στην Ε.Ε. Όχι μόνο δεν ισχύει το ότι «ζούμε από τα λεφτά της Ε.Ε.», όχι μόνο είναι τεράστιο ψέμα, αλλά αν υπήρχε μια πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών με ντόπια παραγωγή, αν υπήρχε μια πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, αυτή θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα - φυσικά στις τωρινές συνθήκες και μετά από ένα πρώτο δύσκολο διάστημα. Μια τέτοια πολιτική είναι αδύνατο να έρθει από τις αστικές πτέρυγες, που είναι απολύτως δέσμιες του ευρωπαϊσμού. Μια πολιτική ανασυγκρότησης μπορεί να επιβληθεί μόνο από το «νικητή» λαό, μετά από το γκρέμισμα της σημερινής κατάστασης και μια ριζική ανατροπή του συσχετισμού δύναμης.
Η χρεομηχανή
Η περίοδος του ευρώ ήταν καταλυτική για να στηθεί στην Ελλάδα η χρεομηχανή. Δανειζόμαστε για να πληρώσουμε τους τόκους των παλιών δανείων και τα δάνεια συνεχώς αυξάνουν. Ξεπουλάμε δημόσια περιουσία για να πληρώσουμε δάνεια. Τεράστια και άκοπα κέρδη για τους δανειστές. Για να δουλέψει η χρεομηχανή επιβλήθηκε με την ΟΝΕ μια καθοριστικής σημασίας ρύθμιση: Το Δημόσιο απαγορεύεται να δανείζεται απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αντίθετα, η ΕΚΤ επιτρέπεται να δανείζει τις εμπορικές τράπεζες. Έτσι, οι εμπορικές τράπεζες δανειζόντουσαν με χαμηλά επιτόκια της τάξης του 1-2% και δάνειζαν το Ελληνικό Δημόσιο με ληστρικά επιτόκια της τάξης του 5-6%.
Ο Πίνακας 4 είναι αποκαλυπτικός. Από τη στήλη Τόκοι / Χρέος αντιλαμβανόμαστε σε ποιο ύψος είχαν φτάσει τα πραγματικά επιτόκια που πλήρωνε η χώρα. Παράλληλα, συγκρίνοντας τους τόκους που πλήρωνε η χώρα με το έλλειμμα βλέπουμε ότι αυτό οφείλεται κυρίως στους τόκους. Το σωρευτικό έλλειμμα στην περίοδο 2000 με 2008 -δηλαδή μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης- ήταν 85 δισ. ευρώ, όταν οι τόκοι που πληρώθηκαν στην ίδια περίοδο ήταν 89,5 δισ. ευρώ. Μάλιστα, στις πρώτες χρονιές, αν δεν υπήρχαν αυτά τα ληστρικά επιτόκια, η χώρα θα είχε πλεόνασμα. Ναι, αυτό που ψάχνουν τώρα οι τροϊκανοί, αυτό τότε υπήρχε. Και κατασπαταλήθηκε μέσα από τη χρεομηχανή. Παρά τα όσα είχαν γίνει στο παρελθόν επί δεκαετίες, ακόμη και τότε στις αρχές του 2000 υπήρχε η αντικειμενική, η υλική δυνατότητα να ακολουθήσει η Ελλάδα μια διαφορετική πορεία. Ακολούθησε όμως την πορεία που συνέφερε το χρηματιστικό κεφάλαιο και που οδήγησε στο τωρινό αδιέξοδο.
Αν κάναμε την υπόθεση ότι αντί γι’ αυτά τα επιτόκια πληρωνόταν ένα επιτόκιο σαν αυτό που δανειζόντουσαν οι εμπορικές τράπεζες από την ΕΚΤ, κάτι σαν 1,5% κατά μέσον όρο, τότε -και μόνο από αυτήν την παραδοχή- προκύπτουν θεαματικά αποτελέσματα. Όχι μόνο οι τόκοι θα ήταν πολύ λιγότεροι, δηλαδή τα άμεσα κέρδη των δανειστών πολύ λιγότερα, αλλά και το δημόσιο χρέος στο τέλος του 2009 θα ήταν στα 218 δισ. ευρώ αντί για τα 298 δισ. ευρώ. Δηλαδή η κατάσταση θα ήταν διαχειρίσιμη. Κι αυτό χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν την επιπλέον θετική δυναμική που θα μπορούσε να προκύψει από τα πλεονάσματα που θα υπήρχαν στα χρόνια 2000 -2003. Βέβαια, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, πρόκειται απλά για ένα σενάριο, που δείχνει όμως πώς κυριολεκτικά η χώρα παραδόθηκε στη χρεομηχανή και τους δανειστές, στο ΔΝΤ και την τρόικα. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι αν εφαρμοζόταν μια άλλη πολιτική, έστω από το 2000, με ριζική αναδιαπραγμάτευση και διαγραφή χρέους, η χώρα και ο λαός θα ήταν σε εντελώς διαφορετική θέση. Ιδιαίτερης σημασίας πολιτικό συμπέρασμα για το τι πρέπει και μπορεί να γίνει σήμερα.
Οι θεμελιώδεις αντιθέσεις και η συνωμοσία των πολιτικών ελίτ. Του Κώστα Μελά
Η πορεία του ενιαίου νομίσματος ήταν υποθηκευμένη από την ημέρα της γέννησής του. Αρκετοί εκ των οικονομολόγων που συλλογίζονται με βάση τα πορίσματα της οικονομικής θεωρίας που αναφέρονται στις «Άριστες Νομισματικές Περιοχές» είχαν υποδείξει τις υπάρχουσες ασυμμετρίες των εθνικών οικονομιών των χωρών που θα αποτελούσαν, δυνητικά, μέλη της ζώνης του ευρώ. Παρά τις εκφρασθείσες αντιρρήσεις οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Ε.Ε. προχώρησαν στη δημιουργία του ευρώ με βάση μια αρχιτεκτονική σύλληψη που όχι μόνο δεν έλαβε υπ’ όψιν τα παραπάνω, αλλά αντιθέτως τα αγνόησε χαρακτηριστικά. Ασκήθηκε ως εκ τούτου μια οικονομική πολιτική που κυρίως αποσκοπούσε στην ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς και της σύνδεσής της με το παγκόσμιο εμπόριο, μέσω όμως της απομάκρυνσης του κοινού νομίσματος από την πολιτική διαχείριση που θα έπρεπε να λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν τις ανάγκες των εγχώριων οικονομιών, σχετικά με την πλήρη απασχόληση και την αύξηση της ευημερίας των Ευρωπαίων πολιτών. Η ανάγκη σύγκλισης των οικονομιών δεν εξυπηρετήθηκε με το υιοθετηθέν σχέδιο, δεδομένου ότι η αλλαγή του υπάρχοντος καταμερισμού εργασίας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης δεν τέθηκε ποτέ ουσιαστικά στο τραπέζι των συζητήσεων, ώστε να λάβει τη μορφή ενός στέρεου και συνεκτικού σχεδίου, αλλά αφέθηκε να επιτευχθεί μέσω των αγοραίων δυνάμεων με τους γνωστούς επιπλέον περιορισμούς.
Με απλά λόγια, το συνολικό αποτέλεσμα θα έπρεπε να είναι το άθροισμα των επιμέρους διαφορετικής δυναμικότητας οικονομιών. Κάτι που θυμίζει την αντίληψη ότι η κοινωνία δεν είναι τίποτα περισσότερο από το απλό άθροισμα των ατόμων που την αποτελούν. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις οι χώρες εξελίχθησαν σε στενά συνδεδεμένες μονάδες που τις διέβρωναν ισχυρές διαλυτικές πιέσεις. Άμεση αιτία της εξέλιξης αυτής ήταν η «εξασθένηση της αυτορρύθμισης της οικονομίας της αγοράς» με την πρώτη εμφάνιση της οικονομικής κρίσης που η ίδια γέννησε. Επειδή οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, άλλη περισσότερο άλλη λιγότερο, έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να συμμορφώνονται με τις ανάγκες του μηχανισμού της «αυτορρυθμιζόμενης αγοράς» οι δυσλειτουργίες του μηχανισμού αυτού ασκούν τρομακτικές και συσσωρευτικές πιέσεις στα κοινωνικά σώματα. Εφ’ όσον η λειτουργία των αγορών απειλεί με αφανισμό τις κοινωνίες, η αυτοσυντήρηση της κοινότητας επιδιώκει να αποτρέψει την εδραίωσή τους ή, αν αυτή είχε συντελεσθεί, να επέμβει στην ελεύθερη λειτουργίας τους.
Αντιθέσεις και «κοινό πεπρωμένο»
Παράλληλα, δημιουργήθηκε ένα θεσμικό πλαίσιο και κυρίως δόθηκε, στο συμβολικό επίπεδο, έντονα η εντύπωση και δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που όποιος ανέβαινε στο «τρένο του ευρώ» υποτίθεται ότι έκλεινε πίσω του ερμητικά την πόρτα και πετούσε μακριά το κλειδί, αφού όπως αναφερόταν επιβιβαζόταν με εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Η ιδέα, εξάλλου, από την αρχή, όπως ανέφεραν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, ήταν η δημιουργία μιας νομισματικής ένωσης με απεριόριστη διάρκεια.
Οι Γερμανοί, μάλιστα, είχαν και μια έκφραση γι’ αυτό: «Κοινό πεπρωμένο» (Schicksalsgemeinschaft), για να περάσουν την ιδέα ότι η δημιουργία του ευρώ δεν είναι κάτι που μπορεί εύκολα να γίνει κομμάτια. Σήμερα, ωστόσο, οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι έτοιμοι να δεχτούν αυτό που μέχρι χθες θεωρείτο αδιανόητο.
Για πολλούς, μάλιστα, η Ελλάδα έχει ήδη αποκτήσει ένα νέο κλειδί, με το οποίο μπορεί να ανοίξει την πόρτα της εξόδου. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι θα είναι πολύ δύσκολο να απομονωθεί η Ελλάδα. Εάν μπορεί μια χώρα να φύγει από την Ευρωζώνη, τότε γιατί όχι δυο ή τρεις ή και οι 17 μαζί;
Η μέχρι σήμερα πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πραγματοποιήθηκε χωρίς ποτέ να αντιμετωπισθούν οι θεμελιώδεις αντιθέσεις (όπως αναφέρθησαν παραπάνω) στο εσωτερικό της Ε.Ε. Θεμελιώδεις και πάγιες αντιθέσεις, όχι απλές αποκλίσεις θέσεων, ποικιλία απόψεων ή έστω ιδεολογικές συγκρούσεις. Τις αντιθέσεις αυτές οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ με την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη διαδικασία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν θέλησαν να αντιμετωπίσουν. Παραμερίστηκαν με επιμέλεια, κρύφτηκαν κάτω από το χαλί. Η προώθηση της ολοκλήρωσης ουσιαστικά στηρίχθηκε σε «μη-λύση» των βασικών προβλημάτων. Αυτή η λογική της ολοκλήρωσης ήταν απολύτως σύμφωνη με τη «μέθοδο Μονέ» η οποία στηρίζεται ως γνωστό, στην αλληλουχία κρίσεων. Με τα ίδια τα λόγια του Μονέ: «Η Ευρώπη θα συντίθεται μέσω κρίσεων και δεν θα είναι παρά το άθροισμα των λύσεων που η ίδια θα φέρει στις λύσεις αυτές». Η κρίση αποτέλεσε πάντοτε ανάγκη γιατί μόνο έτσι η λύση, ο τελικός συμβιβασμός επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς, διευρύνοντας το φάσμα των τομέων τής από κοινού δράσης, βαθαίνοντας την ολοκλήρωση. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υπήρξε προϊόν μιας συνωμοσίας των πολιτικών ελίτ.
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αντελήφθησαν εγκαίρως ότι η επέκταση της ενοποίησης σε χώρους που παράγουν σύγκρουση και όχι συναίνεση, εκεί δηλαδή όπου διακυβεύεται η ίδια η αυτονομία των κρατών, όπως στους χώρους της «υψηλής πολιτικής» θα υπονόμευε την επιχειρησιακή ικανότητα της υπερεθνικής μεθόδου να ορίσει το κοινό συμφέρον και να το αναδείξει μέσα από συντονισμένες μορφές συλλογικής δράσης.
Όμως, ανεξάρτητα από τον τρόπο που πολιτεύθηκαν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, εμείς οι πολίτες της Ελλάδος, τι θέλουμε για την Ευρώπη σε σχέση με το ευρώ; Επιθυμούμε την κατάρρευση του ευρώ; Επιθυμούμε να διαλυθεί μέσω πολυμερούς συμφωνίας; Επιθυμούμε να διαλυθεί και η Ε.Ε.; Επιθυμούμε απλά να αποχωρήσουμε μονομερώς αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα στη Γηραιά Ήπειρο με ένα ανασήκωμα του ώμου; Επιθυμούμε να αλλάξει η συγκρότηση της Ε.Ε.;
Όπως γίνεται κατανοητό, η συζήτηση δεν έχει καν ανοίξει και ούτε καλύπτεται από την όποια απάντηση μέσα ή έξω από το ευρώ το οποίο επιχειρείται να αναχθεί σε πρωτεύον ζήτημα των σχέσεών μας με την Ευρώπη και με ό,τι αυτή συμβολίζει στο συλλογικό φαντασιακό μας.
Πιθανά ενδεχόμενα
Στο πλαίσιο αυτού του άρθρου, αντί να πω απερίφραστα την άποψή μου για το παραπάνω ζήτημα, που περισσότερο αποτελεί μια άποψη δεοντολογική και άρα μια άποψη με χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, θα προσπαθήσω να περιγράψω, όσο μου επιτρέπεται να το κάνω αυτή τη στιγμή, πώς διαμορφώνονται τα γεγονότα.
Ας κάνουμε μια πρώτη υπόθεση εργασίας και ας υποθέσουμε ότι καταργείται το ευρώ με την πιο ανώδυνη λύση, την πολυμερή συμφωνία.
Η κατάργηση του κοινού νομίσματος πιθανόν θα οδηγήσει στη διάρρηξη της γαλλο-γερμανικής συμμαχίας, καθώς το Βερολίνο φαίνεται ότι λόγω της σημερινής διαμορφωθείσας κατάστασης και της ενίσχυσης της θέσης της στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας δεν θα δεχθεί ξανά να δέσει νομισματικά τη γερμανική οικονομία με ελλειμματικές οικονομίες. Η Γαλλία θα βρεθεί, λοιπόν, απέναντι στη Γερμανία.
Το τέλος του γαλλο-γερμανικού άξονα θα σημάνει, ουσιαστικά, το τέλος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, καθώς η Γερμανία θα στραφεί προς τις υπόλοιπες πλεονασματικές χώρες (Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία) και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης των οποίων οι οικονομίες έχουν δεθεί στο άρμα της Γερμανικής βιομηχανίας (Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία, Εσθονία). Το πώς θα εξελιχθεί η αξία του νέου νομίσματος και πώς θα επιδράσει στην ανάπτυξη των χωρών που θα την αποτελούν, επίσης δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα διαφόρων αναλυτών (τρομακτική υπερτίμηση και απώλεια ανταγωνιστικότητας).
Η Γαλλία θα στραφεί προς τις χώρες του Νότου. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι θα είναι αναγκασμένη να προβεί σε μια νέα λατινική νομισματική ένωση με την Ιταλία και την Ισπανία. Προσωπικά δεν το θεωρώ καθόλου πιθανό.
Τα νομίσματα των λοιπών χωρών (όπως η Ελλάδα) που μπορεί να μείνουν εκτός των νέων κοινών νομισμάτων, θα υποτιμάται συνεχώς με αποτέλεσμα από τη μία μεριά να σταθεροποιηθεί η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών αυτών (σε σχέση με τους υπόλοιπους εμπορικούς εταίρους και κυρίως την Γερμανία) αλλά με κόστος τον μεγάλο πληθωρισμό που θα συνδυάζεται με πεισματικά υψηλά επίπεδα ανεργίας.
Με απλά λόγια, η Ευρώπη θα μπει σε πολιτικές και οικονομικές περιπέτειες που πιθανόν θα κάνουν την παρούσα κατάσταση που βιώνει σήμερα η Ευρώπη περισσότερο αποδεκτή. Βασικά της χαρακτηριστικά θα είναι ένας γερμανικός ζωτικός χώρος που θα βρεθεί σε δυσκολίες συνέχισης της απρόσκοπτης μεγέθυνσής της μέσω των εξαγωγών και της συσσώρευσης πλεονασμάτων, ενώ ο Νότος θα πλήττεται από ανεργία και πληθωρισμό. Παράλληλα, όλα τα παραπάνω θα έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, ο θάνατος του ευρώ θα σπρώξει στην οικουμένη σε μια βαθιά παγκόσμια ύφεση.
* Ο Κώστας Μελάς είναι πανεπιστημιακός.